τρανώματα γλώσσης Emp.4.11
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τράνωμα — ώματος, τὸ, Α [τρανῶ] διευκρίνηση, διασάφηση … Dictionary of Greek
τρανώματα — τράνωμα that which is made clear neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)